- αφεγγής
- -ές και άφεγγος, -η, -ο (AM ἀφεγγής, -ές) [φέγγος]ο δίχως φέγγος, ο σκοτεινόςνεοελλ.επίρρ. άφεγγαπριν ξημερώσειαρχ.1. αόρατος, αμυδρός, δυσδιάκριτος2. ατυχής, δυστυχισμένος3. ο τυφλός4. φρ. «νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον» — το φεγγάρι5. «φῶς ἀφεγγὲς» — το φως που δεν είναι φως (για τους τυφλούς).
Dictionary of Greek. 2013.